- διαμέμφομαι
- διαμέμφομαι,A blame greatly, τι Th.8.89;
τοὺς φιλοσοφοῦντας Isoc. 3.1
;τινὰ ἐπί τινι D.C.46.51
;τινὰ ὅτι . . Arist.PA663a35
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τοὺς φιλοσοφοῦντας Isoc. 3.1
;τινὰ ἐπί τινι D.C.46.51
;τινὰ ὅτι . . Arist.PA663a35
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διαμέμφεσθε — διαμέμφομαι blame greatly pres imperat mp 2nd pl διαμέμφομαι blame greatly pres ind mp 2nd pl διαμέμφομαι blame greatly imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμεμφομένων — διαμέμφομαι blame greatly pres part mp fem gen pl διαμέμφομαι blame greatly pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμέμψῃ — διαμέμφομαι blame greatly aor subj mid 2nd sg διαμέμφομαι blame greatly fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμεμφόμενος — διαμέμφομαι blame greatly pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμέμφεται — διαμέμφομαι blame greatly pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμέμφονται — διαμέμφομαι blame greatly pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμέμψαιτο — διαμέμφομαι blame greatly aor opt mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεμέμφετο — διαμέμφομαι blame greatly imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεμέμφοντο — διαμέμφομαι blame greatly imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεμέμψαντο — διαμέμφομαι blame greatly aor ind mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεμέμψατο — διαμέμφομαι blame greatly aor ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)